ρουκανίδι

ρουκανίδι
το, Ν
βλ. ροκανίδι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ροκανίδι — και ρουκανίδι, το, Ν [ροκάνι] μικρό κομμάτι, φλούδα ξύλου, απόξεσμα που βγαίνει από την επιφάνεια τού ξύλου κατά τη λείανσή του με ροκάνι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”